σάμα
(ουσ. θηλ.)
σ̑άμα
[ˈʃama]
Ανακ.
Πληθ.
σ̑άμες
[ˈʃames]
Από το παλαιότ. τουρκ. (<αραβ.) ουσ. şam'a =κερί.
Είδος διπλού τυλιχτού χρωματιστού κεριού