σαλτανάτια
(πληθ.)
σαλτανάτια
[saltaˈnatça]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. saltanat = α) η εξουσία του σουλτάνου β) κυριαρχία γ) επίδειξη πλούτου, μεγαλεία.
Μεγαλεία, πολυτέλεια
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025