ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σάλιo (ουσ. ουδ.) σάλι ['sali] Σίλ., Σινασσ., Φάρασ. σέλ’ [sel] Αραβαν., Φλογ. Πληθ. σάλια [ˈsaʎa] Σινασσ. Από το μεσν. ουσ. σάλιον. Πβ. και τουρκ. ουσ. salya = σίελος ως δάν. από την ελλ.
Σάλιο ό.π.τ. : Να τα ποίσου νιούγω σάλι (Να τους βάλω λίγο σάλιο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ακτίζουν τα σέλια μ’ (Τρέχουν τα σάλια μου) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 637 || Φρ. Τρέχουν τα σάλια τ' (Τρέχουν τα σάλια του˙ λιγουρεύεται κάτι) Σινασσ. -Αρχέλ. Έτρεξαν τα σέλια τ' (Έτρεξαν τα σάλια του˙ το ίδιο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
Τροποποιήθηκε: 04/08/2025