ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαλγάμι (ουσ. ουδ.) σαλγάμι [sal'ɣami] Γούρδ. σ̑αλγκάμ' [ʃalˈgam] Ουλαγ. σαλκάμ' [salˈkam] Φερτάκ. σ̑αγλάμ [ʃaɣˈlam] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. şalgam = γογγύλι, όπου και διαλεκτ. τύπ. şalğam. Για τον τύπ. σαλγάμι βλ. και Κορ. Ἄτ. 1.241, Κουκουλές ΒΒΠ 5, 48.
1. Είδος ρεπανιού, γογγύλι Αξ., Ουλαγ.
2. Πωλητής λαχανικών Φερτάκ.