ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαλαντίζω (ρ.) σαλαdι̂́ζω [salan'dɯzo] Αραβαν. σαλαdίζω [sala'dizo] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Τροχ., Φκόσ. σαλαΐζου [sala'izu] Μισθ. σουλαΐζου [sula'izu] Τσαρικ. σαλαdώ [salaˈdo] Σίλ. σαλ-λατώ [sallaˈto] Φάρασ. σαλατώ [salaˈto] Φλογ. σαλαdού [sala'du] Ουλαγ. Παρατατ. σαλάdζεινα [saˈladzina] Σίλ. Προστ. Πληθ. σελαΐσετ' [sela'iset] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. sallamak (αόρ. salladı) = κουνώ. Ο τύπ. σουλαΐζου με υποχωρητ. ανομ. [a-a > u-a].
Κουνώ, ταρακουνώ ό.π.τ. : Σαλαdώ τσην κούνα (Λικνίζω την κούνια) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Σαλάιζιν ντου χυνιατό σου σάνατους απάν’ (Κουνούσε το θυμιατό πάνω από τον νεκρό) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ti σαλαντίεις ντα χέρια σ'! (Τι κουνάς τα χέρια σου!) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Μη το σαλατάς το τραπέζ', τσακώνεις το (Μην το ταρακουνάς το τραπέζι, θα το σπάσεις) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Σαλαΐζω ντου νανούι (Κουνώ την κούνια του μωρού) Μισθ. -Κοτσαν. Νταγαdίσετ', σελαΐσετ' τα μέσα τ' (Πιάστε, τινάξτε την μέση της ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Μάνα, σι λέου, ους να φωτίσ’ ντου νανούϊ σάλαϊ, σάλαϊ αχτσ̑ά (Μάνα, σου λέω, ώσπου να ξημερώσει κούνα, κούνα την κούνια έτσι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Σαλαdίζ' το χέρι τ' (Κουνά το χέρι του) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 || Φρ. Σαλάντ’σι κάτ’ στη χη (Κούνησε κάτω στη γη˙ έγινε σεισμός) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Ασμ. Ντου φσ̑άχ' κλαίει σου νανούι, καλάνα μ'
ντου φσ̑άχ' έσκασι σου νανούι, καλάνα μ'
Τις να 'ου σουλαΐσ', καλάνα μ';
(Το μωρό κλαίει στην κούνια του, καλή μου
το μωρό έσκασε στην κούνια του, καλή μου
Ποιος να το κουνήσει, καλή μου;)
Τσαρικ. -Καραλ.
Συνών. σείω