σαλαβέρ
(ουσ. ουδ.)
σαλαβέρ
[salaˈver]
Αραβαν.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. selevir = τορβάς για την μεταφορά χώματος ή κοπριάς (THADS, λ. selevir II). Για την λ. βλ. Καραποτόσογλου (2003: 208).
Eίδος σακιού από σχίνα για να κουβαλούν κοπριά στα χωράφια