ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σακκόδεμα (ουσ. ουδ.) σακκόδεμα [saʹkoðema] Σινασσ. Από τα ουσ. σάκκος και δέμα. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
Σχοινί με το οποίο δένεται το στόμιο του σακκιού για να κλείσει : Μάζ' τηνε σ' ένα χαράρ' μέσα, δήν' το στόμα τ' μ' ένα σακκόδεμα (Την βάζει μέσα σε ένα σακκί, δένει το στόμιό του με ένα σχοινί) Σινασσ. -Τακαδόπ.