σακκόδεμα
(ουσ. ουδ.)
σακκόδεμα
[saʹkoðema]
Σινασσ.
Από τα ουσ. σάκκος και δέμα. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
Σχοινί με το οποίο δένεται το στόμιο του σακκιού για να κλείσει
:
Μάζ' τηνε σ' ένα χαράρ' μέσα, δήν' το στόμα τ' μ' ένα σακκόδεμα
(Την βάζει μέσα σε ένα σακκί, δένει το στόμιό του με ένα σχοινί)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.