ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σακατζής (επίθ.) σ̑ακατζής [ʃaka'dzis] Μαλακ., Σίλ., Σινασσ. Από το τουρκ. επίθ. şakacı = χωρατατζής.
Αστείος, χωρατατζής ό.π.τ. : Πολύ σακατζής ένι αυτός (Πολύ χωρατατζής είναι αυτός) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Ο διάβολος ο Γιωρίκας τι καλά τραγουδά, εν πολύ σακατζής, μας ποίκεν κι έσκασαμ' ασ' τα γέλια (Ο διαβολεμένος ο Γιωρίκας τι καλά που τραγουδάει, είναι πολύ χωραταζής, μας έκανε και σκάσαμε από τα γέλια) Σινασσ. -Λεύκωμα