σακατζής
(επίθ.)
σ̑ακαdζής
[ʃaka'dzis]
Μαλακ., Σίλ., Σινασσ.
Από το τουρκ. επίθ. şakacı = χωρατατζής.
Αστείος, χωρατατζής
ό.π.τ.
:
Πολύ σακαdζής ένι αυτός
(Πολύ χωρατατζής είναι αυτός)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Ο διάβολος ο Γιωρίκας τι καλά τραγουδά, εν πολύ σακαdζής, μας ποίκεν κι έσκασαμ' ασ' τα γέλια
(Ο διαβολεμένος ο Γιωρίκας τι καλά που τραγουδάει, είναι πολύ χωραταζής, μας έκανε και σκάσαμε από τα γέλια)
Σινασσ.
-Λεύκωμα