ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σακά (II) (ουσ. ουδ.) σ̑ακά [ʃaˈka] Μαλακ. σ̑ακάδια [ʃaˈkaðʝa] Μαλακ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. şakka = καθένα από τα δύο μισά μέρη, πβ. και τουρκ. şak = α) κομμάτι β) παλ., σχίσιμο (THADS, λ. şak, şah I).
Καθένα από τα δύο μισά, τεμάχιο : || Φρ. Κωλιού σ̑ακάδια (Καθένα από τα δύο μισά του κώλου˙ Οι γλουτιαίοι μύες) Μαλακ. -Τζιούτζ.