σακά (II)
(ουσ. ουδ.)
σ̑ακά
[ʃaˈka]
Μαλακ.
σ̑ακάδια
[ʃaˈkaðʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. şakka = καθένα από τα δύο μισά μέρη, πβ. και τουρκ. şak = α) κομμάτι β) παλ., σχίσιμο (THADS, λ. şak, şah I).
Καθένα από τα δύο μισά, τεμάχιο
:
|| Φρ.
Κωλιού σ̑ακάδια
(Καθένα από τα δύο μισά του κώλου˙ Οι γλουτιαίοι μύες)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.