σαϊντίζω
(ρ.)
σαϊντι̂́ζω
[saiˈdɯzo]
Αξ., Αραβαν.
σαϊτιέζω
[saiˈtçezo]
Φάρασ.
σαϊτιέγω
[saiˈtçeɣo]
Φάρασ.
σαϊτιέου
[saiˈtçeu]
Φάρασ.
Νεότ. ρ. σαϊντίζω (Mackridge 2021: 50), το οπ. από το τουρκ. ρ. saymak = α) μετρώ, απαριθμώ β) υπολογίζω, λογαριάζω γ) σέβομαι, εκτιμώ δ) θεωρώ, νομίζω, εκτιμώ.
1. Λογαριάζω, υπολογίζω
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Σαϊντι̂́ζω χατίρ'
(Λογαριάζω χατίρι˙ σέβομαι, εκτιμώ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Σαμ' έσ̑'ς ψωμί, τσ̑ίπ σαϊτιέν σε· σαμου τζ̑ό 'σ̑'ς ψωμί, κανείς τζ̑ο σαϊτιέ σε
(Όταν έχεις ψωμί, όλοι σε λογαριάζουν· όταν δεν έχεις ψωμί, κανένας δε σε λογαριάζει˙ Το χρήμα δίνει δύναμη)
Κάτσε σον dόπα σου βαρα̈́, να σε σαϊτιέσουνε
(Κάτσε στην θέση σου φρόνιμα, να σε εκτιμήσουνε˙ ο καθένας πρέπει να φέρεται όπως αρμόζει στην θέση του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το γαϊdούρ’ κρούν dο, άμ-μα σαϊντι̂́ζουν και λίγο αφεντζ̑ού τ’ το χατι̂́ρ’
(Το γαϊδούρι το δέρνουν, αλλά υπολογίζουν λίγο και το χατίρι του αφέντη του˙ όταν εκτιμούμε κάποιον, ας αποφεύγουμε να τον φέρνουμε σε δύσκολη θέση)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
γαραλαΐζω :1, λογαριάζω
2. Εκτιμώ
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Κάτσε στον τόπο σου βαρα̈́, να σε σαϊτιέσουνε
(Κάτσε στον τόπο σου φρόνιμα, να σε εκτιμήσουν˙ α. Στην πατρίδα του είναι κανείς πιο σημαντικός β. Πρέπει κανείς να μην μεγαλοπιάνεται)
-Λουκ.Λουκ.