σακαρλούχ
(ουσ. ουδ.)
σακαρλούχ
[sakar'lux]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. sakarlık = α) αδεξιότητα β) μικροατύχημα.
Γρουσουζιά
:
Σέμην ντου σακάρ τσι ηύρειν μας σακαρλούχ
(Μπήκε ο γρουσούζης και μας βρήκε γρουσουζιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γρουσουζιά :1