σακάτης
(ουσ. αρσ.)
σακάτης
[saˈkatis ]
Μισθ.
σακάτ'ς
[saˈkats]
Σεμέντρ.
σακάτ'
[saˈkat]
Ανακ., Μαλακ., Μισθ.
σαχάτ͑’
[sa'xatʰ]
Φάρασ.
σαχάτ͑η
[sa'xatʰi]
Φάρασ.
Από το αμάρτ. νεότ. ουσ. σακάτης (πβ. νεότ. ρ. σακατεύω), το οπ. από το τουρκ. ουσ. sakat = α) ανάπηρος β) λειψός.
1. Ανάπηρος, σακάτης
Μισθ., Σεμέντρ., Φάρασ.
:
Αβτζή 'πόμ'νισκι σακάτ’ς
(Ο κυνηγός έμεινε ανάπηρος)
Σεμέντρ.
-Στεφαν.
Συνών.
ήμισυς :2, οκνιάρης :2
2. Ως ουσ., κήλη
Ανακ., Μαλακ., Μισθ.