ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σακάτης (ουσ. αρσ.) σακάτης [saˈkatis ] Μισθ. σακάτ'ς [saˈkats] Σεμέντρ. σακάτ' [saˈkat] Ανακ., Μαλακ., Μισθ. σαχάτ͑’ [sa'xatʰ] Φάρασ. σαχάτ͑η [sa'xatʰi] Φάρασ. Από το αμάρτ. νεότ. ουσ. σακάτης (πβ. νεότ. ρ. σακατεύω), το οπ. από το τουρκ. ουσ. sakat = α) ανάπηρος β) λειψός.
1. Ανάπηρος, σακάτης Μισθ., Σεμέντρ., Φάρασ. : Αβτζή 'πόμ'νισκι σακάτ’ς (Ο κυνηγός έμεινε ανάπηρος) Σεμέντρ. -Στεφαν. Συνών. ήμισυς :2, οκνιάρης :2
2. Ως ουσ., κήλη Ανακ., Μαλακ., Μισθ.