ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σακαγού (ουσ. ουδ.) σακαγού [saka'ɣu ] Σινασσ. σακ-καβού [sakkaˈvu] Αξ. αgού [aˈgu] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. sakağı = η βλέννα των αλόγων, όπου και διαλεκτ. τύπ. sakavı.
Μάλη, θανατηφόρος ασθένεια των αλόγων, γνωστή ως βλέννα των αλόγων ό.π.τ. Πβ. μαγκαφάς