σακαγού
(ουσ. ουδ.)
σακαγού
[saka'ɣu ]
Σινασσ.
σακ-καβού
[sakkaˈvu]
Αξ.
αgού
[aˈgu]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. sakağı = η βλέννα των αλόγων, όπου και διαλεκτ. τύπ. sakavı.