σαϊγούς
(ουσ. αρσ.)
σαϊγούς
[saiˈɣus]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ουσ. saygı = α) σεβασμος, εκτίμηση β) υπολογισμός, λογαριασμός.
1. Σεβασμός, εκτίμηση
2. Υπολογισμός
Συνών.
χεσάπι :1
3. Μέριμνα, ενδιαφέρον, καημός
4. Αγωνία, άγχος, στρες