σαγλάμε
(επίρρ.)
σαγλάμε
[saɣlame]
Φάρασ.
σάγλαμα
[saɣlama]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. επίθ. sağlam= γερός, υγιής.
Γερά, δυνατά
ό.π.τ.