σαγλάμε
(επίρρ.)
σαγλάμε
[saˈɣlame]
Αφσάρ.
σαγλάμα
[saˈɣlama]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. επίθ. sağlam= γερός, υγιής.
Τροποποιήθηκε: 14/06/2025