ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαγιάς (ουσ. αρσ.) σαγιάς [saˈʝa] Φάρασ. σαγιά [saˈʝa] Αφσάρ., Μαλακ., Μισθ. σαϊγιάς [saiˈʝas] Φάρασ. Πληθ. σαγιάδια [saˈʝaðʝa] Ανακ. Νεότ. ουσ. σαγιάς, το οπ. από το τουρκ. ουσ. saya = κεντητό γιλέκο, είδος πουκαμίσου. Πιθ. σχετίζεται απώτερα με το μεταγν. και μεσν. ουσ. σαγίον = μανδύας, βλ. Tzitzilis (1987α: 111).
1. Φόρεμα, ρούχο Ανακ., Μισθ., Φάρασ. : Φόρισκαμ' κι ένα αλχ'νο σαϊά (Φοράγαμε κι ένα κόκκινο φόρεμα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Η ναίκα φορένκε το ιμάτι το ιτέρι, το σαγιά (Η γυναίκα φορούσε το πουκάμισο, το βρακί, το φόρεμα) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 || Ασμ. Ήκ'σαν τα και τα-ι κορασ̑ές και τρέχουν και παγαίνουν,
βγαλλίσκουν τα σαγιάδια τους χαλίκια κουβαλούνε
(Το άκουσαν και οι κοπέλες, τρέχουν και πηγαίνουν,
βγάζουν τα φορέματά τους κουβαλάνε χαλίκια)
Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
Συνών. ιμάτι, τσόλι, φόρεμα :2, φορεσιά, ρούχο
2. Eιδικότ., λευκός παιδικός επενδύτης Μαλακ., Φάρασ.