σαγιρλίκι
(ουσ. ουδ.)
σαγι̂ρλίχι
[saɣɯrˈliçi]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ουσ. sağırlık = κώφωση.
Βαρηκοΐα, κουφαμάρα