ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαγρί (ουσ. ουδ.) σαγρί [saˈɣri] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. σαγρί = δέρμα, πετσί (πβ. Καλλίν. Ἐπιστ. 1.1429 «Τὸ κάνουσιν ὡσὰν σαγρὶ καὶ δὲν καταλαμβάνουν, τὸ ψῦχος καὶ τὸν καύσωνα στὸν νοῦν τους δὲν τὰ βάνουν»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. sağrı = α) καπούλια αλόγου β) δέρμα προερχόμενο από τα καπούλια αλόγου.
Καπούλια : Γκαλλίτζ̑εψεν τζ̑αι το φσ̑όκκο σο αβγού το σαγρί (Καβάλησε και το παιδί στα καπούλια του αλόγου) Φάρασ. -Dawk.