σαγιργιαίνω
(ρ.)
σαγ̇ιργ̇αίνω
[saɣɯrˈɣeno]
Φάρασ.
Aπό το επίθ. σαγίρης και το παραγωγ. επίθμ. -αίνω.
Κουφαίνομαι
:
|| Φρ.
Σαγ̇ιργαίναν ντα 'τία μου
(Κουφάθηκαν τα αφτιά μου˙ Για όταν γίνεται πολλή φασαρία από φωνές)
-Λουκ.Λουκ.