σαβλακώνω
(ρ.)
σαβλακώνω
[savlaˈkono]
Αξ.
Παθ.
σαβλακούμαι
[savlaˈkume]
Αξ.
Αγν. ετύμ. Ενόψει του καππαδοκικού τύπ. με σ-, η συνήθης ετυμολ. από ζαβώνω + βλακώνω αμφίβολη. Πιθ. από το τουρκ. επίθ. cavlak = α) γυμνός β) χωρίς τρίχωμα, φαλακρός γ) διαλεκτ. αδύναμος, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω (THADS, λ. cavlak). Πβ. ποντ. τσαφλακώνω και τζαβλουκώνω = αδυνατίζω, ισχναίνω (βλ. επίσης και ν.ε. διαλεκτ. τζαμπλακώνω-Σίφνος, ντζαβλακώνω-Κάρπαθος, σαβλακώνω-Κύπρος, ζαβρακώνω-Ήπειρος με τις διαλεκτ. σημ. ‘α) καταπονώ β) νιώθω ατονία, ζαλίζομαι γ) πιέζω, συνθλίβω, δ) ξυλοφορτώνω, δέρνω.
1. Ζαλίζω κάποιον χτυπώντας τον δυνατά
:
Ντώκα σαβλάκωσά το
(Τον χτύπησα και τον ζάλισα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Μεσοπαθ., ζαλίζομαι, τα χάνω
:
'τον άκουσεν τ' παιντιού τ' το χιάνατος, σαβλακώχεν
(Όταν άκουσε το θάνατο του παιδιού της, ζαλίστηκε)
Αξ.
-Λουκ.Πετρ.
Συνών.
ζαλίζω :1, σερσεμλεντίζω :1, τσανίζω, χαραφλαντίζω