σάβανο
(ουσ. ουδ.)
σάβανο
[ˈsavano]
Ανακ., Μισθ., Σινασσ.
Από μεταγν. ουσ. σάβανον.
Σάβανο
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Μόνο το σάβανο κι ένα χούφτα χώμα είναι χαλάλικα
(Μόνο ένα σάβανο και μιά χούφτα χώμα αξίζουν˙ Για τον εφήμερο χαρακτήρα των υλικών αγαθών)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Παροιμ.
Δου σάβανο πάπουλες δεν έχ'
(το σάβανο τσέπες δεν έχει˙ για τη ματαιότητα των υλικών αγαθών, καθώς δεν εξακολουθούμε να τα έχουμε μετά θάνατον)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
κεφίνι