ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σάβανο (ουσ. ουδ.) σάβανο [ˈsavano] Ανακ., Μισθ., Σινασσ. Από μεταγν. ουσ. σάβανον.
Σάβανο ό.π.τ. : || Φρ. Μόνο το σάβανο κι ένα χούφτα χώμα είναι χαλάλικα (Μόνο ένα σάβανο και μιά χούφτα χώμα αξίζουν˙ Για τον εφήμερο χαρακτήρα των υλικών αγαθών) Ανακ. -Κωστ.Α. || Παροιμ. Δου σάβανο πάπουλες δεν έχ' (το σάβανο τσέπες δεν έχει˙ για τη ματαιότητα των υλικών αγαθών, καθώς δεν εξακολουθούμε να τα έχουμε μετά θάνατον) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. κεφίνι