σαβάχος
(επίθ.)
σαβάχος
[saˈvaxos]
Φάρασ.
σ̑αφάχος
[ʃaˈfaxos]
Φάρασ.
σ̑αφάχους
[ʃaˈfaxus]
Φάρασ.
Ουδ.
σαβάσ̑ικο
[saˈvaʃiko]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. savak/savah = α) ανόητος, χαζός β) άγριος, παρορμητικός, βίαιος γ) ζώο ή άνθρωπος με σπαμένη ράχη (THADS, λ. savah III, savak I, II, III).
1. Ανόητος, ελαφρόμυαλος
:
'πόμ'νεν 'πό τότε δέθε αβούτσι τσανόν τσ̑αι σαβάσ̑ικο
(Έμεινε από τότε, ενν. μετά την αρρώστια, έτσι παλαβό και χαζό)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
|| Φρ.
Αντί σαβάχος, σα 'νάτα μη γιας
(Σαν ηλίθιος, στα ανάλατα μη γελάς˙ Το έλεγε κάποιος που πειραζόταν από το γέλιο άλλου)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αβανάκος
β.
Αγαθιάρης, αφελής
2. Αφηρημένος
Συνών.
νταλγούνι