σαάτι
(ουσ. ουδ.)
σαάτ'
Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Τροχ., Φλογ.
σαάσ̑'
[saˈaʃ]
Αραβαν.
σαγάτ'
[saˈɣat]
Αξ., Μισθ., Μπέηκ., Τροχ.
σαγάτσι
[saˈɣatsi]
Σίλ.
σαχάτι
[saˈxati]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ.
σαέτ'
[saˈet]
Τελμ.
Πληθ.
σαβάτια
[saˈvatça]
Φλογ.
σαγάτια
[saˈɣatça]
Τροχ.
Aπό το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. saat = ώρα, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. sahat και saet. Η λ. σε παγιωμένες δάν. φρ. από την περσική ήδη μεσν. (πβ. Χιονιάδ. Περσ. ἀστρον. 132.14 «γίνεται εἰσέλευσις εἰς τὰ κανόνια τοῦ ἐσᾶ σαὰτ μπότ - ἤτοι τῶν μερισμῶν τῶν ὡρῶν τοῦ μήκους»).
1. Ώρα
ό.π.τ.
:
Σαάτ' πόσα 'ναι;
(Τι ώρα είναι;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Τι σαάτ 'νι;
(Τι ώρα είναι;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τί σαγάτ' να γενεί ντου μούχουμα τ΄;
(Τι ώρα θα γίνει η ταφή του;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μέρα παίρ' ένα σαάτ'
(Η ημέρα παίρνει μιά ώρα, δηλ. μεγαλώνει κατά μία ώρα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σα δώδεκα το σαχάτι, κατακρότ'σεν ο ουρανός
(Στις δώδεκα η ώρα, βρόντηξε ο ουρανός)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Τό ξερόν τό τσιbίχ 'ς ενα σαάτ μέσα μεγάλωσεν, πρασ̑ίντσεν, ξέβαλεν φύλλα, ντώκεν σταφύλ'
(Το ξερό το κλήμα μέσα σε μία ώρα μεγάλωσε, πρασίνισε, έβγαλε φύλλα, έδωσε σταφύλι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντώδεκα σαγάτια απ του Δράμα μακρά
(Δώδεκα ώρες δρόμο μακριά από τη Δράμα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Έξι σαάτια τόπος
(Έξι ώρες δρόμος)
Φλογ.
-ΚΜΣ-CD
Σάνιξις ντυό σαάτια να έρτεις
(Έκανες δυό ώρες να έρθεις)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Σαάτ σα τέσσερα κονdά αλαφράγκα
(Περίπου στις τέσσερεις η ώρα κατά το ευρωπαϊκό σύστημα χρονομέτρησης)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Σώστου να ‘ίνει το σαχάτι 8
(Ώσπου να γίνει 8 η ώρα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
Έινα σαχάτι 'στέρου
(Μία ώρα μετά)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
Ψ̑άλλισ̑κα δύο σαγάτια
(Μελετούσα δύο ώρες)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Είχε πολύ όργο, πολλά σαγάτια
(Είχε πολλή δουλειά, (δουλεύαμε) πολλές ώρες)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Ασμ.
Xίλια σαέτια θάλασσα σ' ένα σεέτ' τα ποίκε
(Χίλιες ώρες θαλασσινής διαδρομής τις έκανε σε μία ώρα)
Τελμ.
-Αλεκτ.
Συνών.
ώρα :1
2. Χρονική στιγμή
ό.π.τ.
:
Έκού ντο σαάτ ντο πατισάχ τρώισκε ψωμί
(Εκείνη την ώρα ο βασιλιάς έτρωγε ψωμί)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Πού κλώεις τσαχά ντετσιά ιτό ντου σαάτ;
(Πού τριγυρνάς πέρα-δώθε τέτοια ώρα;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κόφτουμ' τσ̑η εκεί τ' σαγάτσι
(Τη σφάζουμε εκείνη την ώρα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ατσ̑εί σό σαχάτι ήκ’σαμι α γκουρουτλούς
(Εκείνη τη στιγμή ακούσα έναν κρότο)
Ατσ̑είν’ ντο σαχάτι ήρταν τρία τσετέδοι Τούρτζοι
(Εκείνη τη στιγμή ήρθαν τρεις Τούρκοι τσέτες)
Σατ.
-ΚΜΣ-ΚΠ388
|| Φρ.
Μεταλλάζω σαάτ'
(Αλλάζω ώρα˙ Αναβάλλω κάτι για άλλη ώρα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αραλίκι :3, ώρα :1
β.
Χρονικό διάστημα
ό.π.τ.
:
Πέρνασε επ-πεγι σαάσ̑', εν-νε μεσ̑μέρης
(Πέρασε κάμποση ώρα, έγινε μεσημέρι
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πουρπάϊζαμ' πολλά σαάτια ούς να συφτάσουμ'
(Περπατάγαμε πολλές ώρες ώσπου να φτάσουμε
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Η νύφη κρατήθη άλεϊ α σαχάτι.
(Η νύφη κρατήθηκε μόνο για λίγη ώρα
)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Πολύ σαάτ' ντεν επέρνασεν
(Δεν πέρασε πολύ ώρα
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
γ.
Ειδικότ., η στιγμή του θανάτου
Φερτάκ.
:
Ήλτε το σαχάτ͑ι μ'
(Ήρθε η ώρα μου
)
Φερτάκ.
-Thumb
3. Ρολόι
Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Τροχ.
:
Σαγάτ' ντεν είχα να ρανήσου τι σαγάτ' 'νι
(Δεν είχα ρολόι να δω τι ώρα είναι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Πβ.
κροτάλι :3