ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαάτι (ουσ. ουδ.) σαάτ' Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Τροχ., Φλογ. σαάσ̑' [saˈaʃ] Αραβαν. σαγάτ' [saˈɣat] Αξ., Μισθ., Μπέηκ., Τροχ. σαγάτσι [saˈɣatsi] Σίλ. σαχάτι [saˈxati] Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ. σαέτ' [saˈet] Τελμ. Πληθ. σαβάτια [saˈvatça] Φλογ. σαγάτια [saˈɣatça] Τροχ. Aπό το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. saat = ώρα, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. sahat και saet. Η λ. σε παγιωμένες δάν. φρ. από την περσική ήδη μεσν. (πβ. Χιονιάδ. Περσ. ἀστρον. 132.14 «γίνεται εἰσέλευσις εἰς τὰ κανόνια τοῦ ἐσᾶ σαὰτ μπότ - ἤτοι τῶν μερισμῶν τῶν ὡρῶν τοῦ μήκους»).
1. Ώρα ό.π.τ. : Σαάτ' πόσα 'ναι; (Τι ώρα είναι;) Ουλαγ. -Κεσ. Τι σαάτ 'νι; (Τι ώρα είναι;) Μισθ. -Κοτσαν. Τί σαγάτ' να γενεί ντου μούχουμα τ΄; (Τι ώρα θα γίνει η ταφή του;) Μισθ. -Κοτσαν. Μέρα παίρ' ένα σαάτ' (Η ημέρα παίρνει μιά ώρα, δηλ. μεγαλώνει κατά μία ώρα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σα δώδεκα το σαχάτι, κατακρότ'σεν ο ουρανός (Στις δώδεκα η ώρα, βρόντηξε ο ουρανός) Φάρασ. -Παπαδ. Τό ξερόν τό τσιbίχ 'ς ενα σαάτ μέσα μεγάλωσεν, πρασ̑ίντσεν, ξέβαλεν φύλλα, ντώκεν σταφύλ' (Το ξερό το κλήμα μέσα σε μία ώρα μεγάλωσε, πρασίνισε, έβγαλε φύλλα, έδωσε σταφύλι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντώδεκα σαγάτια απ του Δράμα μακρά (Δώδεκα ώρες δρόμο μακριά από τη Δράμα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Έξι σαάτια τόπος (Έξι ώρες δρόμος) Φλογ. -ΚΜΣ-CD Σάνιξις ντυό σαάτια να έρτεις (Έκανες δυό ώρες να έρθεις) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Σαάτ σα τέσσερα κονdά αλαφράγκα (Περίπου στις τέσσερεις η ώρα κατά το ευρωπαϊκό σύστημα χρονομέτρησης) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Σώστου να ‘ίνει το σαχάτι 8 (Ώσπου να γίνει 8 η ώρα) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β Έινα σαχάτι 'στέρου (Μία ώρα μετά) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ371 Ψ̑άλλισ̑κα δύο σαγάτια (Μελετούσα δύο ώρες) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Είχε πολύ όργο, πολλά σαγάτια (Είχε πολλή δουλειά, (δουλεύαμε) πολλές ώρες) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 || Ασμ. Xίλια σαέτια θάλασσα σ' ένα σεέτ' τα ποίκε (Χίλιες ώρες θαλασσινής διαδρομής τις έκανε σε μία ώρα) Τελμ. -Αλεκτ. Συνών. ώρα :1
2. Χρονική στιγμή ό.π.τ. : Έκού ντο σαάτ ντο πατισάχ τρώισκε ψωμί (Εκείνη την ώρα ο βασιλιάς έτρωγε ψωμί) Ουλαγ. -Κεσ. Πού κλώεις τσαχά ντετσιά ιτό ντου σαάτ; (Πού τριγυρνάς πέρα-δώθε τέτοια ώρα;) Μισθ. -Κοτσαν. Κόφτουμ' τσ̑η εκεί τ' σαγάτσι (Τη σφάζουμε εκείνη την ώρα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ατσ̑εί σό σαχάτι ήκ’σαμι α γκουρουτλούς (Εκείνη τη στιγμή ακούσα έναν κρότο) Ατσ̑είν’ ντο σαχάτι ήρταν τρία τσετέδοι Τούρτζοι (Εκείνη τη στιγμή ήρθαν τρεις Τούρκοι τσέτες) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ388 || Φρ. Μεταλλάζω σαάτ' (Αλλάζω ώρα˙ Αναβάλλω κάτι για άλλη ώρα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. αραλίκι :3, ώρα :1
β. Χρονικό διάστημα ό.π.τ. : Πέρνασε επ-πεγι σαάσ̑', εν-νε μεσ̑μέρης (Πέρασε κάμποση ώρα, έγινε μεσημέρι ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πουρπάϊζαμ' πολλά σαάτια ούς να συφτάσουμ' (Περπατάγαμε πολλές ώρες ώσπου να φτάσουμε ) Μισθ. -Κοτσαν. Η νύφη κρατήθη άλεϊ α σαχάτι. (Η νύφη κρατήθηκε μόνο για λίγη ώρα ) Φάρασ. -Παπαδ. Πολύ σαάτ' ντεν επέρνασεν (Δεν πέρασε πολύ ώρα ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
γ. Ειδικότ., η στιγμή του θανάτου Φερτάκ. : Ήλτε το σαχάτ͑ι μ' (Ήρθε η ώρα μου ) Φερτάκ. -Thumb
3. Ρολόι Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Τροχ. : Σαγάτ' ντεν είχα να ρανήσου τι σαγάτ' 'νι (Δεν είχα ρολόι να δω τι ώρα είναι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Πβ. κροτάλι :3