σαάμπης
(ουσ. αρσ.)
σαγίπης
[saˈʝipis]
Σινασσ.
σαάbης
[saˈabis]
Μισθ.
σααbι̂́ς
[saaˈbɯs]
Αξ.
σαάbι̂σι̂
[saˈabɯsɯ]
Ουλαγ.
σαάβης
[saˈavis]
Σίλ.
σαάπ
[saˈap]
Αραβαν.
Aπό το τουρκ. (< αραβ.) sahip = αφέντης, όπου και διαλεκτ. τύπ. sahab, saab, sahav (THADS, λ. saab και λ. sahab, sahav). Πβ. και νεότ. ουσ. σαχίπ (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 8.2.19 «ἐπρόσταξε καὶ ἐτράβηξαν τῷ σαχὶπ δεβλέτῃ ἄτι σελλοχαλινωμένον»).
1. Aφέντης, κύριος, ιδιοκτήτης
ό.π.τ.
:
Χαμαμιού ντο σαάbισι
(Ο ιδιοκτήτης του λουτρου)
-Dawk.
Τσ̑ισκιάν ένι σαάβης του, σε του σκοτώσουμι
(Όποιος είναι ο αφέντης του, θα τον σκοτώσουμε)
Σίλ.
-Dawk.
|| Φρ.
Σο λακ̇ιρντΊ σ' έν’νε σαάπ
(Στο λόγο σου γίνε κύριος˙ Πρόσεχε τί λες)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αγάς :1, αφέντης, κεφαλάς, μιρί, οτάπασης :2, Αντίθ
κιζίρης :1
2. Προστάτης
Μισθ.
:
Ξέβα λίου σαάμπις σ’ ατό
(Γίνε λίγο προστάτης, δηλ. πρόσεξέ τον λίγο αυτόν)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
σεμπέμπης
Τροποποιήθηκε: 25/08/2025