ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαβντιρντίζω (ρ.) σαβντι̂ρντι̂́ζω [savdɯrˈdɯzo] Αραβαν. σαβντι̂ρντού [savdɯrˈdu] Ουλαγ. σαβουρτίζου [savurˈtizu] Μισθ. σαβουρντώ [savurˈdo] Σίλ. Aπό το τουρκ. ρ. savdırmak = κάνω κάποιον να φύγει, να εκδιωχθεί.
1. Διώχνω, απομακρύνω ό.π.τ. : Αμέτ', ιτά ντο φσ̑άχ σαβντι̂ράτ' το qαρdασ̑ιού τ' το σπίτ (Πηγαίνετε, αυτό το παιδί αποδιώξτε το στο σπίτι του αδερφού του) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. γατιαίνω, γιολαντίζω :3, κατακωλώ, κοβαλαντίζω, νταγιτίζω
2. Ξεπροβοδίζω Μισθ. : Σαβούρτα δου να παραμεί (Ξεπροβόδισέ τον να φύγει) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. αποβγάλλω, γιολαντίζω, σαβουστουρντίζω :2
3. Πετάω, ξεφορτώνομαι Σίλ. : Παιρί παίρει τ' αβγά, σαβουρντά τα, κοπανά πάλ' τση 'εναίκαν ντoυ (Το παιδί παίρνει τα αβγά, τα πετάει, δέρνει πάλι τη γυναίκα του) Σίλ. -Κωστ.Σ.