ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοβαλαντίζω (ρ.) κοβαλατίζω [kovalaˈtizo] Τελμ. qοβαλατίζω [qovalaˈtizo] Μαλακ. γοβαλαdι̂́ζω [ɣovalaˈdɯzo] Αραβαν. γοβαλατίζω [ɣovalaˈtizo] Φάρασ. κοβαλανdώ [kovalanˈdo] Ανακ. κοβαλατώ [kovalaˈto] Αραβ., Τροχ. γκοβαλαdού [govalaˈdu] Ουλαγ. γκοβαλατώου [govalaˈtou] Φάρασ. γιοβαλαdώ [ʝovalaˈdo] Σίλ. γοβαλατώ [ɣovalaˈto] Σίλ., Φάρασ. Αόρ. κ͑οβαλάτ'σα [kʰovaˈlatsa] Τροχ. qοβαλάτ'σα [qovaˈlatsa] Μαλακ., Φλογ. κ͑ουβαλάτ'σα [kʰuvaˈlatsa] Ουλαγ. κ͑ουβαλάσα [kʰuvaˈlasa] Τελμ. γκοβολάτ'σ̑α [govoˈlatʃa] Ουλαγ. γοβαλάισα [ɣovaˈlaisa] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. kovalamak = α) καταδιώκω, κυνηγάω β) επιδιώκω, προσπαθώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. kuvalamak, govalamak.
1. Κυνηγώ, καταδιώκω ό.π.τ. : Κοβαλανdά τα πρόβατα (Κυνηγά τα πρόβατα) Ανακ. -Κωστ.Α. Τα 'μότουρ' τα ασκέρια πήραν τζ̑εσαρέσ̑' και άρχεψαν να τα γοβαλαdι̂́ζουν (Οι στρατιώτες μας πήραν θάρρος και άρχισαν να τους καταδιώκουν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ο Μιλκών' είδεν τον από τσ̑αι γοβαλάτ'σ̑εν τα. Τσ̑άκι ν'τα πι-έσει (Ο Μιλκώνης είδε την αλεπού και την κυνήγησε. Παρα λίγο να την πιάσει) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Απικειά ασ' τὄνα το ταράφ' τρέχνισ̑καν τὄνα, κι απεδώ ορτά το ταράφ' τρέχνισ̑κεν το άλλο, κοβαλάνταναν απεναντ' άλλο (Από εκεί, από τη μία πλευρά έτρεχε ένας, και από την από εδώ ομάδα έτρεχε ο άλλος, κυνηγούσαν ο ένας τον άλλο, ενν. στο παιχνίδι αμπάριζα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Ασμ. Χάρος το είδε και ζήλεψε πότ’ έλαμνε ζευγάρι.
Κοβαλατίζ' και πιάνει τον 'ς του κάματου την άκρη
(Ο χάρος τον είδε όταν όργωνε με τα βόδια και τον ζήλεψε
Τον κυνηγά και τον πιάνει στην άκρη του χωραφιού)
Τελμ. -Dawk.Song.
Συνών. γατιαίνω :2, κατακωλώ :2, κωλώ :1
2. Διώχνω ό.π.τ. : Έρχοντι ρυό παιριά από είκοσ̑ι χρονού […] Πορπάτσησαμ' νιούγου, γοβαλάισα τους εγώ (Έρχονται δυο παιδιά 20 ετών […] Περπατήσαμε λίγο, τους έδιωξα) Σίλ. -Κωστ.Σ. κ͑ουβαλάσεν το χıζμεκέρ' (Έδιωξε την υπηρέτρια) Τελμ. -Dawk. Ήρτε βαβά τ', ρώτ'σε ντο φσ̑αχ' γκι εκείνο, «Ντεν έμαχα», έπε, και κ͑ουβαλάτσεν ντο (Ήρθε ο πατέρας του, ρώτησε το παιδί και το παιδί είπε: «Δεν το έμαθα (αυτό που μελετώ)», και το έδιωξε) Ουλαγ. -Dawk. Εκεινιά γκοβολάτ'σ̑αν ντo (Εκείνα το έδιωξαν) Ουλαγ. -Κεσ. Έτρεξεν κατόπ'σα τ', qοβαλάτ'σεν ντο αbεgεί (Την κυνήγησε τρέχοντας, την έδιωξε από εκεί, ενν. την αλεπού) Φλογ. -Dawk. Στάσ'καμ' γαρσού και πασλαΐσαμι γαβγά κι γοβαλαΐσαμ' τους (Τους αντιμετωπίσαμε και αρχίσαμε μάχη και τους διώξαμε) Σίλ. -Αρχέλ. Συνών. γατιαίνω :1, γιολαντίζω :3, κατακωλώ :1, κωλώ :1, νταγιτίζω, σαβντιρντίζω :1