κοαρτούς
(ουσ. ουδ.)
κοα̈ρτ͑ούς
[koærˈtus]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
Από το τουρκ. ουσ. göverti = α) πρασίνισμα β) διαλεκτ. πρασινάδα, χόρτα, λαχανικά, όπου και διαλεκτ. τύπ. göğerti (THADS, λ. göğerti I).
Πρασινάδα
ό.π.τ.