ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κνιπά (επίρρ.) κνιπά [kniˈpa] Φάρασ. Από το επίθ. κνιπός και το παραγωγ. επίθμ..
Ακριβά Φάρασ. : Φτηνά, κνιπά, πούλ’τσαμἐν ντα (Φτηνά, ακριβά, τα πουλήσαμε) Φάρασ. -Ανδρ. Άγιε Γεώργιε, κνιπά πωλείς τα σφουγγάτα σου (Άγιε Γεώργιε, ακριβά πουλάς τις ομελέτες σου) Φάρασ. -Νίγδελ.Λ.