κνιπά
(επίρρ.)
κνιπά
[kniˈpa]
Φάρασ.
Από το επίθ. κνιπός και το παραγωγ. επίθμ. -ά.
Ακριβά
Φάρασ.
:
Φτηνά, κνιπά, πούλ’τσαμἐν ντα
(Φτηνά, ακριβά, τα πουλήσαμε)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Άγιε Γεώργιε, κνιπά πωλείς τα σφουγγάτα σου
(Άγιε Γεώργιε, ακριβά πουλάς τις ομελέτες σου)
Φάρασ.
-Νίγδελ.Λ.
Συνών.
μπαχαλούδια