ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κλώσσα (ουσ. θηλ.) κλώσσα [ˈklosa] Μισθ., Σίλ. Νεότ. ουσ. κλῶσσα, πβ. μεσν. κλωσσαρέα.
Κλώσσα ό.π.τ. : Η κλώσσα τα πουλιά τ' δεν τ' αφήν' (Η κλώσσα τα πουλιά της δεν τα αφήνει) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Κάσιτι κλώσσα (Κάθεται κλώσσα˙ κλωσσάει) Σίλ. -Κωστ.Σ.