κολόκα
(ουσ.)
κολόκα
[koˈloka]
Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τσαρικ., Φερτάκ.
κολόκ-κα
[koˈlokka]
Αραβαν., Ουλαγ.
κουλούκα
[kuˈluka]
Ανακ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
κ'λόκα
[ˈkloka]
Αξ., Μαλακ.
λόκ-κα
[ˈlokka]
Σίλ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kuluk και külük, gülük = κλώσσα (THADS, λ. gülük I, λ. kuluk I). Ο τύπ. λόκ-κα από το κ'λόκ-κα με ανομοιωτική αποβολή του [k] της παραλήγουσας.
1. Κλώσσα
ό.π.τ.
:
Καϊτουρτίζου κολόκα
(Βάζω την κλώσσα να κλωσσήσει)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ούλλα με το σειρά ατάταναν απ' ένα σ̑έι (από κάτι τι) για ένα κουλούκα με τα πουλιά τ', για ένα πρόγατο, για ό,τι να γενεί
(Όλοι με την σειρά έταζαν από κάτι, ή μιά κλώσσα με τα κλωσσόπουλα, ή ένα πρόβατο ή ό,τι νά 'ναι)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συ πήγιζ, νύφη έσ'κι μου τσ̑η λόκα
(Εσύ έφυγες, η νύφη μου με έβαλε (να κάνω) την κλώσσα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Κάγ̑'σα κ'λόκα
(Κάθισα κλώσσα˙ έβαλα την κλώσσα να κλωσσήσει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κολόκας το πουλί
(Κλώσσας το πουλί˙ μικρό κοτόπουλο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κολόκα κάτ' 'σ' τ' αβγά
(Η κλώσσα κάθεται στα αβγά˙ Η κλώσσα κλωσσά τα αβγά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κουλούκα με τα παιδιά τ’
(Η κλώσσα με τα παιδιά της˙ παιχνίδι κατά το οποίο ένας παίκτης αναλάμβανε τον ρόλο της κλώσσας που προστάτευε τους συμπαίκτες της αποκρούοντας τον αντίπαλο παίκτη που υποδυόταν την επιτιθέμενη αλεπού)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1425
2. H φωλιά της κότας, όπου κλωσσάει τα αβγά
Σίλ.
:
Σέλ' να κάτσει τση λόκ-κα
(Θέλει να κάτσει στην φωλιά, ενν. για να κλωσσήσει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
θυρίδα :3
3. Είδος χαμομηλιού
Αξ., Μαλακ.
β.
Είδος ποώδους φυτού με καρπό σαν μικρό ξυλοκέρατο που είχε μέσα σπόρους και μύτη που έμοιαζε με ράμφος. Το έτρωγαν τα ζώα, ενώ τα παιδιά μάζευαν τους σπόρους του και έπαιζαν
Μισθ.
4. Είδος ογκώδους ξύλινης κλειδαριάς
Ανακ., Μισθ., Φλογ.
:
Κουλούκας κλειδί
(Το ξύλινο κλειδί της κλειδαριάς)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Ποίκαμε και ένα μαντάλ' σο θύρα, ποίκαμε και ένα κουλούκα και ένα ανεχτήρ' να το τσαντώσωμε
(Φτιάξαμε και ένα μάνταλο στην πόρτα, φτιάξαμε και μιά κλειδαριά και ένα κλειδί για να την κλείνουμε)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Συνών.
κουλούρι