ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κολοβέστρα (ουσ. θηλ.) κολοβέστρα [koloˈvestra] Αξ. κιουλουβέστρα [culuˈvestra] Γούρδ. γκιολεβέστρα [ɟοleˈvestra] Αραβαν. κολεβέστρα [koleˈvestra] Αξ. κοβελέστρα [koveˈlestra] Φλογ. κοβελίστρα [koveˈlistra] Φλογ. Πιθ. από το αρχ. ουσ. σκολόπενδρα. Πβ. Ποντ. κολοπέτζα = σκουλήκι κοπριάς
1. Σαμιαμίδι Αξ. : Αούτσ̑α τζιρτζιμπλάχια, ούλα σέμαμ' 'ς ένα μακρύ κάμαρα (Έτσι ολόγυμες, σα σαμιαμίδια, όλες μπήκαμε σ' ένα μακρύ δωμάτιο) -Παυλίδ.
2. Μαύρο σκουλήκι Φλογ.
3. Mαύρο σκαθάρι ό.π.τ.