ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κομίρι (ουσ. ουδ.) κӧμΰρ' [køˈmyr] Τροχ., Φερτάκ. κϋμΰρ' [cyˈmyr] Φερτάκ. κ͑ομούρι [kʰoˈmuri] Σίλ. καμούρ' [kaˈmur] Μαλακ. γομούρ' [ɣoˈmur] Μισθ. Πληθ. κομίρια [koˈmirʝa] Σίλατ., Τροχ., Φλογ. κӧμΰρια [køˈmyrʝa] Τελμ. κομούρια [koˈmurʝa] Σίλ. Από το τουρκ. kömür = α) άνθρακας β) μαύρο χρώμα, όπου και διαλεκτ. τύπ. komur.
1. Κάρβουνο ό.π.τ. : Το qομάρι τ' τὄνα είναι κομίρια, και τὄνα το qομάρι τ’ είναι κρασ̑ί (Το ένα του το φόρτωμα είναι κάρβουνα, και το άλλο είναι κρασί) Φλογ. -Dawk. Ήτον ένα άθρωπος, μούλλωνεν σα κομίρια αποκάτω (Ήταν ένας άνθρωπος, κρυβόταν κάτω από τα κάρβουνα) Σίλατ. -Dawk. Αμμά να 'γοράσ̑ει κομούρια λησμονά τα (Αλλά να αγοράσει κάρβουνα, το ξεχνάει) Σίλ. -Dawk. Αμάν, δος με γή δύο κöμϋρια γή δύο ξύλα, παγώνουμαι! (Aμάν, δώσε μου ή δυό κάρβουνα ή δυό ξύλα, κρυώνω!) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Φέρειναμ’ κ͑ομούρι για να ψήσουμ’ ετλίτ’ (Φέρναμε κάρβουνα για να ψήσουμε κρέας) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. καρβώνι :1
2. Καμένο μέρος ψωμιού Μαλακ.
3. Το σκούρο χρώμα, το ανθρακί χρώμα Μισθ.