κομίρι
(ουσ. ουδ.)
κӧμΰρ'
[køˈmyr]
Τροχ., Φερτάκ.
κϋμΰρ'
[cyˈmyr]
Φερτάκ.
κ͑ομούρι
[kʰoˈmuri]
Σίλ.
καμούρ'
[kaˈmur]
Μαλακ.
γομούρ'
[ɣoˈmur]
Μισθ.
Πληθ.
κομίρια
[koˈmirʝa]
Σίλατ., Τροχ., Φλογ.
κӧμΰρια
[køˈmyrʝa]
Τελμ.
κομούρια
[koˈmurʝa]
Σίλ.
Από το τουρκ. kömür = α) άνθρακας β) μαύρο χρώμα, όπου και διαλεκτ. τύπ. komur.
1. Κάρβουνο
ό.π.τ.
:
Το qομάρι τ' τὄνα είναι κομίρια, και τὄνα το qομάρι τ’ είναι κρασ̑ί
(Το ένα του το φόρτωμα είναι κάρβουνα, και το άλλο είναι κρασί)
Φλογ.
-Dawk.
Ήτον ένα άθρωπος, μούλλωνεν σα κομίρια αποκάτω
(Ήταν ένας άνθρωπος, κρυβόταν κάτω από τα κάρβουνα)
Σίλατ.
-Dawk.
Αμμά να 'γοράσ̑ει κομούρια λησμονά τα
(Αλλά να αγοράσει κάρβουνα, το ξεχνάει)
Σίλ.
-Dawk.
Αμάν, δος με γή δύο κöμϋρια γή δύο ξύλα, παγώνουμαι!
(Aμάν, δώσε μου ή δυό κάρβουνα ή δυό ξύλα, κρυώνω!)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Φέρειναμ’ κ͑ομούρι για να ψήσουμ’ ετλίτ’
(Φέρναμε κάρβουνα για να ψήσουμε κρέας)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
καρβώνι :1
2. Καμένο μέρος ψωμιού
Μαλακ.
3. Το σκούρο χρώμα, το ανθρακί χρώμα
Μισθ.