κόμπος
(ουσ. αρσ.)
κόμbος
[ˈkombos]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Ποτάμ., Σινασσ., Τζαλ., Τροχ., Φάρασ., Φερτάκ.
γκόμbος
[ˈgombos]
Φάρασ.
κόμbους
[ˈkombus]
Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
κόbους
[ˈkobus]
Πληθ.
κόbουροι
[ˈkoburi]
Σίλ.
κόμbουζια
[ˈkombuzʝa]
Μισθ.
κόμbουϊα
[ˈkombuia]
Μισθ.
Μεσν. ουσ. κόμπος < μεταγν. κόμβος.
1. Κόμπος
ό.π.τ.
:
Η μα μου πήρε αν κωστή, κάτα ημέρα λητεύκε αν γκόμbος σώστου να ινούν σεράντα κόμποι
(Η μητέρα μου πήρε μιά κλωστή, κάθε μέρα έδενε έναν κόμπο ώσπου να γίνουν σαράντα κόμποι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σ' τα ρήσου ρυό κόμbουροι
(Θα το δέσω δύο κόμπους)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ντήσι σου ράμμα κόμbουϊα
(Δέσε κόμπους στο σκοινί)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Παροιμ.
Το χτέν' νταγιάντσεν στο κόμbος
(Το χτένι σταμάτησε στον κόμπο˙ έφτασε ο κόμπος στο χτένι· η κατάσταση έφτασε στα άκρα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Πήεν σα κάτου τον κόσμο
Έλ’τσεν του χαμού τον κόμbο (Πήγε στον κάτω κόσμο
Eλυσε του θάνατου τον κόμπο ) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
Έλ’τσεν του χαμού τον κόμbο (Πήγε στον κάτω κόσμο
Eλυσε του θάνατου τον κόμπο ) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
2. Σταγόνα
Σινασσ.
:
Κόμπος νερό δεν ’πόμνισκεν σο σαρνίτσ’
(Στάλα νερό δεν έμενε στην δεξαμενή)
Σινασσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ333
3. Ρόζος δέντρου ή σταχυού
Μισθ., Σίλ.
:
Kόμboυς έσ̑ει αγαdζ̑ά
(Το δέντρο έχει ρόζους)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πιάσεν ένα κόμbος το γέλλ' μα
(Το στάρι ψήλωσε κατά έναν κόμπο)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
β.
Η άρθρωση των δαχτύλων
Μισθ.
:
Γαμώ τ’ χεριού σ’ τα κόμbουϊα
(Γαμώ τις αρθρώσεις του χεριού σου· ύβρις
)
Μισθ.
-Μακρ.
γ.
Γενικότ., η άρθρωση
Ποτάμ., Σινασσ., Τζαλ.
:
|| Ασμ.
Κόψαν τα βραχιόνια τ' ως τους κόμbους του,
έκοψαν τα πουδάρια τ' ως τα γόνατα
(Έκοψαν τα χέρια του ως τους αγκώνες, έκοψαν τα ποδάρια του ως τα γόνατα) Σινασσ. -Lag.
έκοψαν τα πουδάρια τ' ως τα γόνατα
(Έκοψαν τα χέρια του ως τους αγκώνες, έκοψαν τα ποδάρια του ως τα γόνατα) Σινασσ. -Lag.