κονακτσής
(ουσ. αρσ.)
γοναχτσ̑ής
[ɣonaxˈtʃis]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. κονακτσής = υπεύθυνος αξιωματικός για την εξεύρεση καταλύματος (Mackridge 2021: 79), το οπ. από το τουρκ. konakçı = αυτός που παρέχει κατάλυμα, όπου και διαλεκτ. τύπ. gonahcı.