ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κονιδιάζω (ρ.) κονιδιάζω [koniˈðʝazo] Μισθ. κονιγιάζω [koniˈʝazo] Αξ. Aπό το ουσ. κονίδι, όπου και τύπ. κονίγ', και το παραγωγ. επίθμ. -άζω.
Κονιδιάζω, γεμίζω κόνιδα ό.π.τ. : Προχτές βραΰ σέμεν στάβλο να ταγίσ’ τα χαϊβάνια, τράνσεν κι το τανά κονιδιάσεν (Προχτές το βράδυ μπήκε στον στάβλο να ταΐσει τα ζώα, κοίταξε και το μοσχάρι είχε γεμίσει κόνιδα) Μισθ. -Pernot.Gall.