ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κομπέκι (ουσ. ουδ.) κοbέκι [koˈbeci] Δίλ. κοπέκι [koˈpeci] Φάρασ. κοπέκ' [koˈpek] Τροχ. κοπα̈́κι [koˈpæci] Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. göbek (< παλ. τουρκ. köbek) = αφαλός.
1. Αφαλός ό.π.τ. : || Φρ. Έπεσε το κοbέκι (Έπεσε ο αφαλός˙ παρουσιάστηκε ομφαλοκήλη) Δίλ. -Κωστ.Μ. Πιάσε νερό το κοbέκι (Έπιασε νερό ο αφαλός˙ το ίδιο) Δίλ. -Κωστ.Μ. Συνών. αφαλός
2. Μτφ., κέντρο Φάρασ. : || Φρ. ’σ’ του Βαρασ̑ού το κοπέκι (Από τον ομφαλό των Φαράσων, ενν. είναι˙ λέγεται για βέρους Φαρασιώτες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.