κολυμπήθρα
(ουσ. θηλ.)
κολυμbήτρα
[kolimˈbitra]
Αραβαν., Γούρδ.
Από το μεταγν. ουσ. κολυμβήθρα. Η λ. από την εκκλ. γλ.
Κολυμβήθρα
ό.π.τ.