στάγμα
(ουσ. ουδ.)
στάγμα
[ˈstaɣma]
Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
Αρχ. ουσ. στάγμα.
1. Σταγόνα
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Στάγμα στάγμα 'ίνεται λίμνε
(Σταγόνα σταγόνα γίνεται λίμνη˙ Λίγο λίγο γίνονται μεγάλα έργα ή μεγάλες καταστροφές)
-Λεβίδ.Παροιμ.
|| Ασμ.
Στάγμα νερό δεν άφηνε τον άνθρωπο να πάρει
(Δεν άφηνε τους ανθρώπους να πάρουν ούτε σταγόνα νερό (ενν. ο δράκος))
Σινασσ.
-Αρχέλ.
2. Στάξιμο
Σίλ.
:
Νάχαλ στάγμα ’ναι αυτό; Καλό ρε ’ναι
(Τι είδους στάξιμο είναι αυτό; Δεν είναι καλό)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6