ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στάγμα (ουσ. ουδ.) στάγμα [ˈstaɣma] Σίλ., Σινασσ., Φάρασ. Αρχ. ουσ. στάγμα.
1. Σταγόνα ό.π.τ. : || Παροιμ. Στάγμα στάγμα 'ίνεται λίμνε (Σταγόνα σταγόνα γίνεται λίμνη˙ Λίγο λίγο γίνονται μεγάλα έργα ή μεγάλες καταστροφές) -Λεβίδ.Παροιμ. || Ασμ. Στάγμα νερό δεν άφηνε τον άνθρωπο να πάρει (Δεν άφηνε τους ανθρώπους να πάρουν ούτε σταγόνα νερό (ενν. ο δράκος)) Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Στάξιμο Σίλ. : Νάχαλ στάγμα ’ναι αυτό; Καλό ρε ’ναι (Τι είδους στάξιμο είναι αυτό; Δεν είναι καλό) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6