σπούδασμα
(ουσ. ουδ.)
σπούdασμα
[ˈspudazma]
Αραβαν.
σπούδαγμα
[ˈspuðaɣma]
Φάρασ.
σπούdαγμα
[ˈspudaɣma]
Αξ.
σπούταγμα
[ˈsputaɣma]
Φλογ.
Από το αρχ. ουσ. σπούδασμα = ό,τι γίνεται με ζήλο. Οι τύπ. σε -γμα από το θ. σπουδάγ- του ρ. σπουδάζω, όπου και τύπ. σπουdάζω, και σπουτάγω, με παραγωγ. επίθμ. -μα.