τελασέ
(ουσ. ουδ.)
τελασέ
[telaˈse]
Αξ.
τ͑αλασ̑άς
[tʰalaˈsas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. telaşe = βιασύνη, φασαρία (< αραβ. talāşī).
1. Ταραχή, σκοτούρα, στεναχώρια
Φάρασ.