τεκμίλι
(επίθ.)
τ͑εκ͑μίλι
[tʰekˈmili]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. tekmil = α) όλος, ολόκληρος β) ολοκληρωμένος, τέλειος γ) ως ουσ., ολοκλήρωση, τέλος. Πβ. νεότ. ουσ. τεκμίλι = σύνολο, ολοκλήρωση, στην φρ. έγιναν τεκμίλι = ολοκληρώθηκαν (< τουρκ. φρ. tekmil olmak· Mackridge 2021: 55).
Ολοκληρωμένος, συμπληρωμένος