τελεμές
(ουσ. αρσ.)
τελεμές
[teleˈmes]
Σινασσ.
τ͑α̈λα̈μα̈́ς
[tʰælæˈmæs]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. teleme = α) είδος ανάλατου τυριού β) είδος πηγμένου γάλακτος με μαγιά.
1. Αφρός λιωμένου βούτυρο που ξαφρίζεται
Φάρασ.
2. Είδος άγριου χόρτου που χρησιμοποιούσαν για το πήξιμο του γιαουρτιού
Φάρασ.
3. Eίδος τυριού σε τενεκέ
Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024