τέλι
(ουσ. ουδ.)
τ͑έλι
[ˈtʰeli]
Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ.
τέλ'
[tel]
Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ.
τ͑έλ’
[tʰel]
Ανακ., Αξ.
Νεότ. ουσ. τέλι, το οπ. από το τουρκ. (< αρμεν.) ουσ. tel = α) σύρμα β) τρίχα γ) μονό νήμα δ) τηλεγράφημα.
1. Σύρμα
ό.π.τ.
:
Τσας δεβαίνουν τα πρόβατα να τοχανdίσουν τα πόστα τουν σο 'γκαθώνα το τέλι
(Καθώς περνάνε τα πρόβατα θα σκαλώνουν οι προβιές τους στο αγκαθωτό σύρμα)
Σατ.
-Παπαδ.
Ατό το 'ρνίθι πιέστηνι 'ς το τ͑έλι, έσ̑ισιν το γουργούριν του λέικου
(Αυτή η κότα πιάστηκε στο σύρμα, έσκισε το λαιμό της λίγο)
Φάρασ.
-VLACH
Μι δα τέλια ντέν ντα έτ'σιν, άφηκιν ντα άλυτα
(Δεν έδεσε με τα τέλια, τα άφησε λυτά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
σύρμα
2. Ειδικότ,, συρμάτινη απόχη που προστάτευε από τα τσιμπήματα των μελισσών κατά την τρύγησή τους
Ανακ.
3. Λεπτό χρυσόνημα το οπ. κοσμούσε τον νυφικό κεφαλόδεσμο
Σινασσ.
4. Τρίχα
Ουλαγ.
:
Απ' τά ουζούνια τ' ντα μαλλιά έκοψε 'να τέλ'
(Απ' τα μακρυά μαλλιά της έκοψε μιά τρίχα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Έπαρ' απ' το qουριούα μ' ένα τέλ'
(Πάρε από την ουρά μου μιά τρίχα)
Ουλαγ.
-Dawk.