ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τέλι (ουσ. ουδ.) τ͑έλι [ˈtʰeli] Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ. τέλ' [tel] Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ. τ͑έλ’ [tʰel] Ανακ., Αξ. Νεότ. ουσ. τέλι, το οπ. από το τουρκ. (< αρμεν.) ουσ. tel = α) σύρμα β) τρίχα γ) μονό νήμα δ) τηλεγράφημα.
1. Σύρμα ό.π.τ. : Τσας δεβαίνουν τα πρόβατα να τοχανdίσουν τα πόστα τουν σο 'γκαθώνα το τέλι (Καθώς περνάνε τα πρόβατα θα σκαλώνουν οι προβιές τους στο αγκαθωτό σύρμα) Σατ. -Παπαδ. Ατό το 'ρνίθι πιέστηνι 'ς το τ͑έλι, έσ̑ισιν το γουργούριν του λέικου (Αυτή η κότα πιάστηκε στο σύρμα, έσκισε το λαιμό της λίγο) Φάρασ. -VLACH Μι δα τέλια ντέν ντα έτ'σιν, άφηκιν ντα άλυτα (Δεν έδεσε με τα τέλια, τα άφησε λυτά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. σύρμα
2. Ειδικότ,, συρμάτινη απόχη που προστάτευε από τα τσιμπήματα των μελισσών κατά την τρύγησή τους Ανακ.
3. Λεπτό χρυσόνημα το οπ. κοσμούσε τον νυφικό κεφαλόδεσμο Σινασσ.
4. Τρίχα Ουλαγ. : Απ' τά ουζούνια τ' ντα μαλλιά έκοψε 'να τέλ' (Απ' τα μακρυά μαλλιά της έκοψε μιά τρίχα) Ουλαγ. -Κεσ. Έπαρ' απ' το qουριούα μ' ένα τέλ' (Πάρε από την ουρά μου μιά τρίχα) Ουλαγ. -Dawk.