σύρμα
(ουσ. ουδ.)
σύρμα
['sirma]
Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. σύρμα. Για τη σημ. 2 πβ. τουρκ. sırma ως δάνειο από την ελληνική. Η σημ. 3 από την μεσν. σημ. ‘απόσταση βολής’.
2. Κέντημα που γίνεται με συρμάτινες κλωστές
Ουλαγ.
3. Βολή, τουφεκιά
Φάρασ.