συντεκνιά
(ουσ. θηλ.)
σ̑υντεκνιά
[ʃidekˈɲa]
Αξ.
σ̑υντικινιά
[ʃidiciˈɲa]
Αξ., Μαλακ., Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. συντεκνία.
1. Κουμπαριά
Αξ.
:
Πιάνω σ̑υνdεκινιά
(Κάνω κουμπαριά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Το στεφάνωμα των νεόνυμφων
Μαλακ.