ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

συντεκνιά (ουσ. θηλ.) σ̑υντεκνιά [ʃidekˈɲa] Αξ. σ̑υντικινιά [ʃidiciˈɲa] Αξ., Μαλακ., Φλογ. Από το μεσν. ουσ. συντεκνία.
1. Κουμπαριά Αξ. : Πιάνω σ̑υνdεκινιά (Κάνω κουμπαριά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Το στεφάνωμα των νεόνυμφων Μαλακ.