ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

συντέξα (ουσ. θηλ.) συντέξα [si'deksa] Αραβαν., Φερτάκ. σ̑υντέξα [ʃinˈdeksa] Ανακ., Αξ., Μισθ., Σίλ., Τσαρικ., Φλογ. σενdέξα [sen'deksa] Ουλαγ. Από το μεσν. ουσ. συντέκνισσα = κουμπάρα. Οι διαλεκτ. τύπ. με συγκοπή του [i], ακόλουθη απλοποιητική αποβολή του [n] kai τροπή [s] > [ks]. Ο τύπ. σενdέξα με υποχωρητ. αφομ. [i] > [e].
Κουμπάρα ό.π.τ. : Σ̑υντέξα πλύνισ̑κιν ντα σκέφια (η συντέκνισσα έπλενε τα σκεύη) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σ̑υντέξα μ' νταρούλτσιν (Η κουμπάρα μου θύμωσε) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. νονός, παραστεκάμενος, Πβ. σύντεκνος