συντέξα
(ουσ. θηλ.)
συντέξα
[si'deksa]
Αραβαν., Φερτάκ.
σ̑υντέξα
[ʃinˈdeksa]
Ανακ., Αξ., Μισθ., Σίλ., Τσαρικ., Φλογ.
σενdέξα
[sen'deksa]
Ουλαγ.
Από το μεσν. ουσ. συντέκνισσα = κουμπάρα. Οι διαλεκτ. τύπ. με συγκοπή του [i], ακόλουθη απλοποιητική αποβολή του [n] kai τροπή [s] > [ks]. Ο τύπ. σενdέξα με υποχωρητ. αφομ. [i] > [e].
Κουμπάρα
ό.π.τ.
:
Σ̑υντέξα πλύνισ̑κιν ντα σκέφια
(η συντέκνισσα έπλενε τα σκεύη)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σ̑υντέξα μ' νταρούλτσιν
(Η κουμπάρα μου θύμωσε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
νονός, παραστεκάμενος, Πβ.
σύντεκνος