συρσιματιά
(ουσ. θηλ.)
σερσ̑ιματιά
[serʃimaˈtça]
Φλογ.
Από το ουσ. σύρσιμο, όπου και τύπ. σέρσ̑ιμο, και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά. Πβ. νεότ. ουσ. συρματιά (Λεξ. Σομ.).
Πυροβολισμός, ντουφεκιά