ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσυφτηριά (ουσ. θηλ.) σ̑υφτηριά [ʃiftiˈrʝa] Μαλακ. τσ̑υφτηριά [tʃiftiˈrʝa] Αξ. Από το αρχ. ουσ. στυπτηρία.
Στύψη, διπλό θειικό άλας, χρησιμοποιούμενο συνήθως κατά της βασκανίας των ζώων Αξ.