τσυφτηριά
(ουσ. θηλ.)
σ̑υφτηριά
[ʃiftiˈrʝa]
Μαλακ.
τσ̑υφτηριά
[tʃiftiˈrʝa]
Αξ.
Από το αρχ. ουσ. στυπτηρία.
Στύψη, διπλό θειικό άλας, χρησιμοποιούμενο συνήθως κατά της βασκανίας των ζώων
Αξ.