συχώματο
(ουσ. ουδ.)
σ̑υχώματα
[ʃixoˈmata]
Φλογ.
Από ουσιαστικοπ. του νεότ. επίθ. συχώματος = ξερριζωμένος μαζί με το χώμα.
Στον πληθ., το σύνολο των άχυρων που έμεναν στην γη μετά τη συγκομιδή, ανακατεμένα με χώμα και λίγο καρπό
:
Φσ̑άχα, σώρεψε τα σ̑υχώματα κι α τα κουνdήσουμ' σο κόμμα
(Παιδιά, μάζεψε τα απομεινάρια και ας τα πετάξουμε στο χωράφι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812