ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

συχώματο (ουσ. ουδ.) σ̑υχώματα [ʃixoˈmata] Φλογ. Από ουσιαστικοπ. του νεότ. επίθ. συχώματος = ξερριζωμένος μαζί με το χώμα.
Στον πληθ., το σύνολο των άχυρων που έμεναν στην γη μετά τη συγκομιδή, ανακατεμένα με χώμα και λίγο καρπό : Φσ̑άχα, σώρεψε τα σ̑υχώματα κι α τα κουνdήσουμ' σο κόμμα (Παιδιά, μάζεψε τα απομεινάρια και ας τα πετάξουμε στο χωράφι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812