σύρσιμο
(ουσ. ουδ.)
σ̑ύρσ̑ιμο
[ˈʃirʃimo]
Αξ.
σ̑έρσιμου
['ʃersimu]
Μισθ.
Γεν.
σερσιμάτ'
[sersiˈmat]
Φλογ.
Πληθ.
σερσιμάτια
[sersiˈmatça]
Φλογ.
Από το νεότ. ουσ. σύρσιμον = βολή (Λεξ. Σομ., λ. συρματιά, σύρσιμον).
1. Βολή, πέταγμα
Μισθ., Σινασσ.
:
Χταριού ντου σ̑έρσιμου
(το πέταγμα της πέτρας)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ρίφτημα
2. Πυροβολισμός
Φλογ.
β.
Σε γεν. πτώση και στον πληθ., συνθηματικά, πυροβόλο όπλο
Φλογ.
3. Αποβολή, απόρριψη
Μισθ.