ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σύρσιμο (ουσ. ουδ.) σ̑ύρσ̑ιμο [ˈʃirʃimo] Αξ. σ̑έρσιμου ['ʃersimu] Μισθ. Γεν. σερσιμάτ' [sersiˈmat] Φλογ. Πληθ. σερσιμάτια [sersiˈmatça] Φλογ. Από το νεότ. ουσ. σύρσιμον = βολή (Λεξ. Σομ., λ. συρματιά, σύρσιμον).
1. Βολή, πέταγμα Μισθ., Σινασσ. : Χταριού ντου σ̑έρσιμου (το πέταγμα της πέτρας) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. ρίφτημα
2. Πυροβολισμός Φλογ.
β. Σε γεν. πτώση και στον πληθ., συνθηματικά, πυροβόλο όπλο Φλογ.
3. Αποβολή, απόρριψη Μισθ.